- παραπέρνημι
- παραπέρνημι, [dialect] Aeol. [suff] παρά-νᾱμι,A sell at a reduced price, σῖτον παραπέρναις ([tense] pres. part.) λυσιτελέως τοῖς πολίταισι Bechtel Aeolica (Halle 1909) p.33 ([place name] Eresus) ; cf. παραπιπράσκω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.